- στρουκτουραλισμός
- structuralisme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στρουκτουραλισμός — ο, Ν ο δομισμός, κοινή θεωρία και, ιδίως, η μεθοδολογία ορισμένων επιστημών τού ανθρώπου που στοχεύει στην προσέγγιση τών ανθρώπινων πραγμάτων, τα οποία αυτές μελετούν, ως ένα σύνολο αλληλοπροσδιοριζόμενων, βάσει γενικών κανόνων, στοιχείων στο… … Dictionary of Greek
στρουκτουραλισμός — ο τάση/άποψη που εξηγεί διάφορα κοινωνικά φαινόμενα, π.χ. τη γλώσσα, αντιμετωπίζοντάς τα ως δεδομένα σύνολα, με αυστηρά καθορισμένες σχέσεις στα διάφορα επίπεδά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δομισμός ή στρουκτουραλισμός — Επιστημονική κατεύθυνση στον τομέα της γλωσσολογίας, της εθνολογίας και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, σύμφωνα με την οποία τα φαινόμενα που ερευνώνται από τους κλάδους αυτούς δεν παρατηρούνται μεμονωμένα, αλλά ως στοιχεία μιας δομής, δηλαδή… … Dictionary of Greek
στρουκτουραλιστικός — ή, ό, Ν [στρουκτουραλισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουκτουραλισμό … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κρίστεβα, Γιούλια — (Julia Kristeva, Σλίβνο, Βουλγαρία 1941 –). Γαλλίδα ψυχαναλύτρια, φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας, βουλγαρικής καταγωγής. Αρχικά σπούδασε γλωσσολογία στη Βουλγαρία, ενώ το 1966 συνέχισε τις σπουδές της στο Collège de France, στο Παρίσι.… … Dictionary of Greek